Menu
Your Cart
espa

Mushrooms

MUSHROOM COLLECTION

The Mushroom Museum has a rich collection. It consists of mushroom sculptures made one by one, maintaining an absolute color, shape and size similarity. Mushrooms are presented in three stages of development so that visitors form a complete picture of their circle of life. Their presentation is based on the ecosystem that each species grows (beech, pine, fir, oak, meadow, etc.)

Wandering around a specially designed area, which simulates the real environment, visitors can gather information and get familiar with every mushroom. 

Coming out of the area, visitors can see exquisite frescoes, made by local painters and sculptors, linking myths and traditions of our people with mushrooms. 

Finally, in a specially designed area, you will get informed about the nutritional and therapeutic value of mushrooms, using the method of Augmented Reality. Thus, the museum experience ends in the best and most impressive way. 



Below we present some of our exhibits:

We would like to thank Mr. George Konstantinidis, author of many books on mushrooms and President of the Greek Mushroom Society, for his decisive contribution to the "setting up" of the Mushroom Museum, as well as for the photographic material he gave us, part of which is also included in various pages of the website.

Λυκόπερδο το ασκόμορφο

Lycoperdon utriforme bullΛαικές ονομασίες: Αλεπουπορδή, Αλεποφούσκι, Πόπορδας, του λαγού ο ταμπάκος, Φούσκα, Φουσκίτα ή Αλεπουφουσκίτα κ.α.

Οικολογία:
Φύεται από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, σε ξερούς βοσκότοπους και ηλιόλουστα λιβάδια. Κοινό.

Μορφολογία:
Βασιδίωμα με ύψος 5-14 εκ. Και διάμετρο 5-18 εκ., αρχικά σφαιρικό, αχλαδόμορφο αργότερα με ρυτιδωμένη βάση, με λευκές, πυραμιδόμορφες προεξοχές που φτάνουν έως την κορυφή της βάσης. Σταδιακά οι προεξοχές εξαφανίζονται και τα υπολείμματα τους σχηματίζουν ένα δικτυωτό πλέγμα από ραγάδες πάνω στο εξωπηρίδιο, που μεταχρωματίζεται από κρεμ σε ωχροκίτρινο και τελικά σε καφετί. Στην ωριμότητα το εξωπηρίδιο εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας το γκριζοκαφετί ενδοπηρίδιο, που είναι λευκό σαν τσιγαρόχαρτο και περικλείει τον θρόμβο. Θρόμβος αρχικά λευκός και συμπαγής σαν μαλακό τυρί, κιτρινοπράσινος αργότερα. Στην ωριμότητα μετατρέπεται σε μάζα σπορίων με μορφή σκόνης. Τότε το ενδοπηρίδιο σχίζεται από την κορυφή και σταδιακά εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας τη μάζα των σπορίων. Σε στάδιο προχωρημένης ωριμότητας απομένει μόνο η κυπελλόμορφη, παχιά, σπγγώδης, με θαλάμους, άγονη βάση που χωρίζεται από τον θρόμβο με ένα λεπτό διάφραγμα.

Εδωδιμότητα:
Φαγώσιμο, όσο ο θρόμβος παραμένει λευκός. Σποριασμένα βασιδιώματα χρησιμοποιούνται ως αιμοστατικά σε ανθρώπους και ζώα και κατά του συγκάματος σε βρέφη.

Λευκή Τρούφα

Tuber magnatum

Η πιο δυσεύρετη τρούφα του κόσμου, η λευκή, καρποφορεί από το Σεπτέμβριο έως το Δεκέμβριο και φύεται σε δάση φυλλοβόλων δέντρων, βελανιδιάς και φουντουκιάς. Η Λευκή Τρούφα στερείται κοιλοτήτων, έχει έντονη και επίμονη μυρωδιά σκόρδου, μεθανίου ή χαλασμένου τυριού. Ανήκει στους ασκομύκητες και έχει πλατιά ελλειπτικά, αβγόμορφα ή υπόσφαιρικά ασκόσπόρια με κατά μήκος κυψέλες στη διχτυωτή διακόσμηση. Στην Ελλάδα, η Λευκή Τρούφα έχει καταγραφεί στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.

Αμανίτης ο εαρινός

Amanita Verna (Bull.) Lam.

Οικολογία: Φύεται από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, καστανιάς, αριάς) ή κωνοφόρων (κουκουναρτιάς).

Μορφολογία: Βασιδίωμα αβγόμορφο αρχικά, κλεισμένο στο λευκό πέπλο που σχίζεται αργότερα και αναδύεται το ημισφαιρικό, κυρτό έως σχεδόν επίπεδο, λευκό ή κρεμ καπέλο. Έχει μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά και ήπια γεύση φουντουκιού. Τα ελάσματα και η σάρκα του είναι λευκή ή κρεμ θήκ 

Εδωδιμότητα: Θανατηφόρο. Από τα πιο επικίνδυνα μανιτάρια.

Λακτάριος ο σολομόχρωμος

Lactarius Salmonicolor R. Heim & Leclair

Λαικές ονομασίες: ελατίσιο, καρότο ή καροτίνα (Γρεβενά)

Οικολογία: Φύεται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, συνήθως κατα ομάδες από πολυάριθμα βασιδιώματα, σε ορεινά δάση λευκής και υβριδογενούς ελάτης, σε μεσογειακά οικοσυστήματα.

Μορφολογία: Έχει καπέλο με διάμετρο 6-12 (15) εκ.. Είναι κυρτό αρχικά, κοίλο αργότερα, υγρό και λιπαρό με υγρό καιρό, με ωχροκρέμ και πορτοκαλιές χρωματικές ζώνες. Η σάρκα του είναι λευκωπή με ευχάριστη μυρωδιά φρούτου και ήπια γεύση που γίνεται λίγο στυφή αργότερα. Όταν το κόψουμε θα εκκρίνει πορτοκαλί ή πορτοκαλοκόκκινο γαλακτώδη χυμό που μερικές φορές μεταχρωματίζεται μετά από αρκετό χρονικό διάστημα σε καφετί-κρασάτο στα πληγωμένα ελάσματα.

Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο

Ραμάρια η βοτρυίτις

Ramaria Botrytis (Pers.) Ricken

Λαική ονομασία: Κοράλλι

Οικολογία: Φύεται το Καλοκαίρι μέχρι και το φθινόπωρο, σε δάση πλατυφύλλων. Μάλλον συνηθισμένο.

Μορφολογία: Είναι ένα κοραλλόμορφο Βασιδίωμα, λευκό αρχικά, κρεμ αργότερα και ωχρωπό με κιτρινοκαφετιά στίγματα. Τα άκρα του είναι ρόδινα, κρασάτα ή βιολετιά. Από τον λευκό, κοντό κορμό του, διακλαδίζονται κυλινδρικοί κλώνοι που και αυτοί διακλαδίζονται ξανά σε κοντούς κλώνους που καταλήγουν συνήθως σε 2 με 4 αγκαθωτές απολήξεις. Η σάρκα του είναι παχιά, εύθραυστη, λευκή με ήπια γεύση και μυρωδιά που συχνά θυμίζει φρούτο. Τα σπόρια του έχουν διακεκομμένες ή αναστομωμένες γραμμές κατά μήκος.

Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, νόστιμο.

Φομίτοψη η πευκόβια

Fomitopsis pinicola (Sw.) P. Karst.

Οικολογία: Φύεται όλο το χρόνο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σαπροτροφικά, σε νεκρούς, ιστάμενους ή πεσμένους κορμούς και πρέμνα κωνοφόρων και πλατύφυλλων. Προκαλεί στο ξύλο καστανή σήψη. Το βρίσκουμε συχνά στη φύση. 

Μορφολογία: Είναι βασιδίωμα, πολυετές, με μορφή οπλής αλόγου ή γεισώματος. Έχει σκληρή επιφάνεια, ρητινώδη που λιώνει στις μεγάλες θερμοκρασίες της θερινής περιόδου. Έχει δυσάρεστη, πικρή γεύση και έντονα όξινη μυρουδιά στα νεαρά βασιδιώματα. Αντίθετα στα ώριμα θυμίζει ξερό καπνό.

Εδωδιμότητα: Δεν τρώγεται.

Πολύπορος ο λεπιδωτός

Polyporus squamosus (hubs.)Fr

Οικολογία: Ο Πολύπορος ο λεπιδωτός φύεται από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο, μοναχικά ή κατά δέσμες από συμφυή βασιδιώματα. Σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο πλατυφύλλων (πεδινού σφενταμιού, ιτιά, οξιάς, δρυός, ασημόλευκας, πλατάνου και φλαμουριάς σ.μ.β.). Προκαλεί στο ξύλο λευκή, μαλακή σήψη.

Μορφολογία: Το καπέλο του έχει διάμετρο 10-40 (80) εκ. και πάχος 4-6 (8) εκ. Είναι αρχικά κυκλικό, ημικυκλικό με σχήμα ριπιδίου αργότερα, με οξύληκτη, κυρτή περίμετρο. Είναι λείο, ελαφρώς γλοιώδες σε υγρό καιρό, κρεμ, κίτρινο ή ωχροκίτρινο, με πλατιά, καστανά ή καφεμαυριδερά, ινώδη λέπια, που σχηματίζουν ομόκεντρες ζώνες. Έχει φαρδιούς πόρους (1-3 Χ 0,5-1,5 χιλ), με ακανόνιστο, γωνιώδες ή αβγόμορφο σχηματισμό. Η Σάρκα του είναι παχιά (1-5 εκ.), χυμώδης και μαλακή αρχικά, σκληρή, φελλώδης ή δερματώδης όταν ξεραίνεται.

Παρατηρήσεις: Το Polyporus Tuberaster καρποφορεί σε ξύλο πλατυφύλλων και αναπτύσσεται συνήθως από ένα ακανόνιστο, καφετί σκληρώτιο και παράγει μικρότερα βασιδιώματα και καφετιά ομόκεντρα λέπια και παρόμοια σπόρια.

Εδωδιμότητα: φαγώσιμο, σε νεαρή ηλικία όσο η σάρκα παραμένει μαλακή και χυμώδης.

Κλειδί: Καρποφορεί σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο πλατύφυλλων. Έχει έντονη, ευχάριστη, αρωματική μυρωδιά που θυμίζει αγγούρι, καρπούζι ή αλεύρι.

Γανόδερμα το λαμπερό

Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.

Οικολογία: φύεται το καλοκαίρι έως και το χειμώνα, σε νεκρό ξύλο πλατυφύλλων και σπανιότερα κωνοφόρων.

Μορφολογία: Έχει καπέλο μήκους 3-10 (15) εκ. Είναι μονοετές, με ακανόνιστο κύκλο ζωής. Η επάνω επιφάνεια είναι σκληρή, γυαλιστερή, λεία και συνήθως με ομόκεντρες αυλακώσεις, κίτρινες αρχικά, κεραμιδόχρωμες έπειτα.

Εδωδιμότητα: Το Γανόδερμα δεν τρώγεται. Επιστημονικές έρευνες του αναγνωρίζουν θεραπευτικές ιδιότητες που έχουν να κανουν με την ενεργειακή φόρτιση, τόνωση του ανοσοποιητικού, παρεμπόδιση εμφάνισης και ανάπτυξης όγκων, αναλγητική, αντιφλεγμονώδης, αντιηπατιτιδική, αντιοξειδωτική, αντιϊκή, αντιτασική, καρδιοτονωτική, αποτοξινωτική, αντι-HIV κ.α. Συστατικά του περιέχονται σε θεραπευτικά σκευάσματα.

Green-cracking Russula

Scientifically: Russula virescens (Schaeff.) Fr. Green-cracking Russula is an edible mushroom that grows from May to October. It belongs to Basidiomycetes and the genus Russula and it grows in Oak Forest ( Oak ). For the first time, it was recorded in 1774 by the German botanist Jacob Christian Schaeffer. We will meet it in the dry forests of Asia, North Africa, Europe. It produces large mushrooms with greenish and blue-green tesseraes. The consumption of its fresh covers (dose 300 grams) can supply the human body with 16% of the recommended daily dose of ferrum for an adult.

Fly Amanita

Fly Amanita, known also as Fly Agaric is one of the most notable mushrooms. Its form and color, consisted of red cover with white flakes, has prevailed as the most typical form of mushrooms. It has been known through folk tales and there are many references in world literature. This mushroom is poisonous and hallucinogenic and for this reason, its popular Greek folk name is Zourlomanitaro , Gkougkouliare Zourle etc. Fly amanita can be found at an altitude of over 900 m. Also, in our museum, fly amanita has been placed inside the pine forest of “mushroom-forest” as well as in special showcases presenting the life cycle stages of the mushroom.

True morels

Morchella, the True morels, is an edible mushroom that grows from March to May in forests and moorlands. It is also known as the mushroom “of disaster”, because it usually grows after heavy rain or in burned areas. Morchella is hollow, it belongs to Ascomycetes, a category that includes the famous Truffles. They constitute such a special dining experience and they are considered as one of the most delicious dishes of French cuisine.In the “mushroom-forest” of our Mushroom Museum, it has been placed between coniferous firs and pine trees, as it grows in nature and it is made of wax.