Μανιτάρια
ΣΥΛΛΟΓΗ ΜΑΝΙΤΑΡΙΩΝ
Λυκόπερδο το ασκόμορφο
Lycoperdon utriforme bullΛαικές ονομασίες: Αλεπουπορδή, Αλεποφούσκι, Πόπορδας, του λαγού ο ταμπάκος, Φούσκα, Φουσκίτα ή Αλεπουφουσκίτα κ.α.
Οικολογία: Φύεται από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο, σε ξερούς βοσκότοπους και ηλιόλουστα λιβάδια. Κοινό.
Μορφολογία: Βασιδίωμα με ύψος 5-14 εκ. Και διάμετρο 5-18 εκ., αρχικά σφαιρικό, αχλαδόμορφο αργότερα με ρυτιδωμένη βάση, με λευκές, πυραμιδόμορφες προεξοχές που φτάνουν έως την κορυφή της βάσης. Σταδιακά οι προεξοχές εξαφανίζονται και τα υπολείμματα τους σχηματίζουν ένα δικτυωτό πλέγμα από ραγάδες πάνω στο εξωπηρίδιο, που μεταχρωματίζεται από κρεμ σε ωχροκίτρινο και τελικά σε καφετί. Στην ωριμότητα το εξωπηρίδιο εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας το γκριζοκαφετί ενδοπηρίδιο, που είναι λευκό σαν τσιγαρόχαρτο και περικλείει τον θρόμβο. Θρόμβος αρχικά λευκός και συμπαγής σαν μαλακό τυρί, κιτρινοπράσινος αργότερα. Στην ωριμότητα μετατρέπεται σε μάζα σπορίων με μορφή σκόνης. Τότε το ενδοπηρίδιο σχίζεται από την κορυφή και σταδιακά εξαφανίζεται, αποκαλύπτοντας τη μάζα των σπορίων. Σε στάδιο προχωρημένης ωριμότητας απομένει μόνο η κυπελλόμορφη, παχιά, σπγγώδης, με θαλάμους, άγονη βάση που χωρίζεται από τον θρόμβο με ένα λεπτό διάφραγμα.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, όσο ο θρόμβος παραμένει λευκός. Σποριασμένα βασιδιώματα χρησιμοποιούνται ως αιμοστατικά σε ανθρώπους και ζώα και κατά του συγκάματος σε βρέφη.
Λευκή Τρούφα
Tuber magnatum
Η πιο δυσεύρετη τρούφα του κόσμου, η λευκή, καρποφορεί από το Σεπτέμβριο έως το Δεκέμβριο και φύεται σε δάση φυλλοβόλων δέντρων, βελανιδιάς και φουντουκιάς. Η Λευκή Τρούφα στερείται κοιλοτήτων, έχει έντονη και επίμονη μυρωδιά σκόρδου, μεθανίου ή χαλασμένου τυριού. Ανήκει στους ασκομύκητες και έχει πλατιά ελλειπτικά, αβγόμορφα ή υπόσφαιρικά ασκόσπόρια με κατά μήκος κυψέλες στη διχτυωτή διακόσμηση. Στην Ελλάδα, η Λευκή Τρούφα έχει καταγραφεί στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Αμανίτης ο εαρινός
Amanita Verna (Bull.) Lam.
Οικολογία: Φύεται από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σε δάση πλατυφύλλων (δρυός, καστανιάς, αριάς) ή κωνοφόρων (κουκουναρτιάς).
Μορφολογία: Βασιδίωμα αβγόμορφο αρχικά, κλεισμένο στο λευκό πέπλο που σχίζεται αργότερα και αναδύεται το ημισφαιρικό, κυρτό έως σχεδόν επίπεδο, λευκό ή κρεμ καπέλο. Έχει μάλλον δυσάρεστη μυρωδιά και ήπια γεύση φουντουκιού. Τα ελάσματα και η σάρκα του είναι λευκή ή κρεμ θήκ
Εδωδιμότητα: Θανατηφόρο. Από τα πιο επικίνδυνα μανιτάρια.
Λακτάριος ο σολομόχρωμος
Lactarius Salmonicolor R. Heim & Leclair
Λαικές ονομασίες: ελατίσιο, καρότο ή καροτίνα (Γρεβενά)
Οικολογία: Φύεται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, συνήθως κατα ομάδες από πολυάριθμα βασιδιώματα, σε ορεινά δάση λευκής και υβριδογενούς ελάτης, σε μεσογειακά οικοσυστήματα.
Μορφολογία: Έχει καπέλο με διάμετρο 6-12 (15) εκ.. Είναι κυρτό αρχικά, κοίλο αργότερα, υγρό και λιπαρό με υγρό καιρό, με ωχροκρέμ και πορτοκαλιές χρωματικές ζώνες. Η σάρκα του είναι λευκωπή με ευχάριστη μυρωδιά φρούτου και ήπια γεύση που γίνεται λίγο στυφή αργότερα. Όταν το κόψουμε θα εκκρίνει πορτοκαλί ή πορτοκαλοκόκκινο γαλακτώδη χυμό που μερικές φορές μεταχρωματίζεται μετά από αρκετό χρονικό διάστημα σε καφετί-κρασάτο στα πληγωμένα ελάσματα.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο
Ραμάρια η βοτρυίτις
Ramaria Botrytis (Pers.) Ricken
Λαική ονομασία: Κοράλλι
Οικολογία: Φύεται το Καλοκαίρι μέχρι και το φθινόπωρο, σε δάση πλατυφύλλων. Μάλλον συνηθισμένο.
Μορφολογία: Είναι ένα κοραλλόμορφο Βασιδίωμα, λευκό αρχικά, κρεμ αργότερα και ωχρωπό με κιτρινοκαφετιά στίγματα. Τα άκρα του είναι ρόδινα, κρασάτα ή βιολετιά. Από τον λευκό, κοντό κορμό του, διακλαδίζονται κυλινδρικοί κλώνοι που και αυτοί διακλαδίζονται ξανά σε κοντούς κλώνους που καταλήγουν συνήθως σε 2 με 4 αγκαθωτές απολήξεις. Η σάρκα του είναι παχιά, εύθραυστη, λευκή με ήπια γεύση και μυρωδιά που συχνά θυμίζει φρούτο. Τα σπόρια του έχουν διακεκομμένες ή αναστομωμένες γραμμές κατά μήκος.
Εδωδιμότητα: Φαγώσιμο, νόστιμο.
Φομίτοψη η πευκόβια
Fomitopsis pinicola (Sw.) P. Karst.
Οικολογία: Φύεται όλο το χρόνο, μοναχικά ή κατά ομάδες, σαπροτροφικά, σε νεκρούς, ιστάμενους ή πεσμένους κορμούς και πρέμνα κωνοφόρων και πλατύφυλλων. Προκαλεί στο ξύλο καστανή σήψη. Το βρίσκουμε συχνά στη φύση.
Μορφολογία: Είναι βασιδίωμα, πολυετές, με μορφή οπλής αλόγου ή γεισώματος. Έχει σκληρή επιφάνεια, ρητινώδη που λιώνει στις μεγάλες θερμοκρασίες της θερινής περιόδου. Έχει δυσάρεστη, πικρή γεύση και έντονα όξινη μυρουδιά στα νεαρά βασιδιώματα. Αντίθετα στα ώριμα θυμίζει ξερό καπνό.
Εδωδιμότητα: Δεν τρώγεται.
Πολύπορος ο λεπιδωτός
Polyporus squamosus (hubs.)Fr
Οικολογία: Ο Πολύπορος ο λεπιδωτός φύεται από τον Απρίλιο έως και τον Ιούλιο, μοναχικά ή κατά δέσμες από συμφυή βασιδιώματα. Σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο πλατυφύλλων (πεδινού σφενταμιού, ιτιά, οξιάς, δρυός, ασημόλευκας, πλατάνου και φλαμουριάς σ.μ.β.). Προκαλεί στο ξύλο λευκή, μαλακή σήψη.
Μορφολογία: Το καπέλο του έχει διάμετρο 10-40 (80) εκ. και πάχος 4-6 (8) εκ. Είναι αρχικά κυκλικό, ημικυκλικό με σχήμα ριπιδίου αργότερα, με οξύληκτη, κυρτή περίμετρο. Είναι λείο, ελαφρώς γλοιώδες σε υγρό καιρό, κρεμ, κίτρινο ή ωχροκίτρινο, με πλατιά, καστανά ή καφεμαυριδερά, ινώδη λέπια, που σχηματίζουν ομόκεντρες ζώνες. Έχει φαρδιούς πόρους (1-3 Χ 0,5-1,5 χιλ), με ακανόνιστο, γωνιώδες ή αβγόμορφο σχηματισμό. Η Σάρκα του είναι παχιά (1-5 εκ.), χυμώδης και μαλακή αρχικά, σκληρή, φελλώδης ή δερματώδης όταν ξεραίνεται.
Παρατηρήσεις: Το Polyporus Tuberaster καρποφορεί σε ξύλο πλατυφύλλων και αναπτύσσεται συνήθως από ένα ακανόνιστο, καφετί σκληρώτιο και παράγει μικρότερα βασιδιώματα και καφετιά ομόκεντρα λέπια και παρόμοια σπόρια.
Εδωδιμότητα: φαγώσιμο, σε νεαρή ηλικία όσο η σάρκα παραμένει μαλακή και χυμώδης.
Κλειδί: Καρποφορεί σε ζωντανό ή νεκρό ξύλο πλατύφυλλων. Έχει έντονη, ευχάριστη, αρωματική μυρωδιά που θυμίζει αγγούρι, καρπούζι ή αλεύρι.
Γανόδερμα το λαμπερό
Ganoderma lucidum (Curtis) P. Karst.
Οικολογία: φύεται το καλοκαίρι έως και το χειμώνα, σε νεκρό ξύλο πλατυφύλλων και σπανιότερα κωνοφόρων.
Μορφολογία: Έχει καπέλο μήκους 3-10 (15) εκ. Είναι μονοετές, με ακανόνιστο κύκλο ζωής. Η επάνω επιφάνεια είναι σκληρή, γυαλιστερή, λεία και συνήθως με ομόκεντρες αυλακώσεις, κίτρινες αρχικά, κεραμιδόχρωμες έπειτα.
Εδωδιμότητα: Το Γανόδερμα δεν τρώγεται. Επιστημονικές έρευνες του αναγνωρίζουν θεραπευτικές ιδιότητες που έχουν να κανουν με την ενεργειακή φόρτιση, τόνωση του ανοσοποιητικού, παρεμπόδιση εμφάνισης και ανάπτυξης όγκων, αναλγητική, αντιφλεγμονώδης, αντιηπατιτιδική, αντιοξειδωτική, αντιϊκή, αντιτασική, καρδιοτονωτική, αποτοξινωτική, αντι-HIV κ.α. Συστατικά του περιέχονται σε θεραπευτικά σκευάσματα.
Ερυθρωπή η Πρασινίζουσα
Επιστημονική Ονομασία: Russula virescens (Schaeff.) Fr.
Η Ερυθρωπή η πρασινίζουσα είναι ένα βρώσιμο μανιτάρι που φύεται από τον Μάιο έως και τον Οκτώβριο. Ανήκει στους Βασιδιομύκητες και στο γένος Russula και έχει τοποθετηθεί στο Δάσος της Βελανιδιάς (Δρυς). Καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1774 από τον Γερμανό βοτανολόγο Jacob Christian Schaeffer. Θα το συναντήσουμε στα ξερά δάση της Ασίας, της βόρειας Αφρικής, της Ευρώπης. Παράγει μεγάλα μανιτάρια με πρασινωπές και γαλαζοπρασινοπές ψηφίδες. Η κατανάλωση των φρέσκων καλυμμάτων του (δόση 300 γραμμαρίων) μπορεί να προμηθεύσει τον ανθρώπινο οργανισμό με το 16% της συνιστώμενης ημερήσιας δόσης χαλκού για έναν ενήλικα.
Αμανίτης Muscaria
Ο Αμανίτης ο μυγοκτόνος (Amanita muscaria) είναι ένα από τα γνωστότερα μανιτάρια. Η μορφή και το χρώμα του, κόκκινo καπέλo με άσπρες νιφάδες, έχει επικρατήσει ως την πιο χαρακτηριστική μορφή των μανιταριών. Έχει γίνει γνωστό μέσα από τα λαϊκά παραμύθια και έχει τις περισσότερες αναφορές στην παγκόσμια λογοτεχνία. Το συγκεκριμένο μανιτάρι είναι τοξικό και παραισθησιογόνο, για αυτό το λόγο η λαϊκή του ονομασία είναι Ζουρλομάντορο, Γκουγκούλιαρε Ζούρλε κ.α. Η ονομασία του ως Μυγοκτόνο, προέρχεται από την χρήση του, κατά το παρελθόν, ως εντομοκτόνο μετά την ανάμιξη του με γάλα
Τους Αμανίτες muscaria τους συναντάμε σε υψόμετρο πάνω από 900 μ. και στο μανιταροδάσος του μουσείου έχουν τοποθετηθεί μέσα στο Πευκοδάσος καθώς και σε ειδική προθήκη στην οποία παρουσιάζονται τα στάδια του κύκλου ζωής του μανιταριού.
Μορχέλλα
Η Μορχέλλα η Εξέχουσα είναι ένα βρώσιμο μανιτάρι που καρποφορεί από τον Μάρτιο έως τον Μάιο σε δάση και χερσότοπους. Αποκαλείται αλλιώς και το μανιτάρι «της καταστροφής», αφού φύεται συνήθως μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις ή σε καμένες περιοχές. Η Μορχέλλες εσωτερικά είναι κούφιες, ανήκουν στους Ασκομύκητες, στην κατηγορία που περιλαμβάνει και τις διάσημες Τρούφες. Αποτελούν και αυτές μία ιδιαίτερη γαστρονομική εμπειρία και θεωρούνται ένα από τα πιο νόστιμα πιάτα της Γαλλικής κουζίνας.
Στο Μανιταροδάσος του Μουσείου Μανιταριών έχει τοποθετηθεί ανάμεσα από τα κωνοφόρα έλατα και πεύκα, έτσι όπως ευδοκιμεί στη φύση. Για την απεικόνιση του Μανιταριού, χρησιμοποιήθηκε κερί.